Πριν λίγες ημέρες η Ελένη από το καρυδότσουφλο ανέβασε αυτή τη φώτο..
Στη συνέχεια μας προ(σ)καλεί να γράψουμε για το τι μας ‘λέει’ αυτή η φωτογραφία και το βάζω στα προσεχώς. Όμως απόψε στις 23:16, έχω κουκουλωθεί με την αγαπημένη μου φλις κουβερτούλα, όχι γιατί κρυώνω, αλλά γιατί έτσι μου αρέσει να κάθομαι κάποια βράδια. Ανοίγω το laptop και πέφτω πάνω στην ανάρτηση της Γιάννας με τις σκέψεις της για τη συγκεκριμένη φώτο. Αναρωτιέμαι, πρέπει να διαβάσω το κείμενο της Γιάννας ή θα με επηρεάσει η γραφή της και θα ξεχάσω όσα θέλω εγώ να γράψω. Δεν αντέχω τη διαβάζω και αρχίζω να ζω όσα γράφει..
Ξανακοιτώ τη φώτο, νιώθω τα μάτια μου κουρασμένα, τα τρίβω και νιώθω να ζω ένα παραμύθι..
Περπατώ μέσα στη βροχή, χωρίς ομπρέλα, το μυαλό μου γεμάτο σκέψεις, πολλές, περίπλοκες, η βροχή δε με ενοχλεί καθόλου, ίσα ίσα με λυτρώνει. Έτσι όπως περπατώ στη μέση του δρόμου και με το μυαλό θολωμένο από τα όσα σκέφτεται, αντικρύζω ένα σπιτάκι πίσω από κάτι δέντρα. Κατευθύνομαι εκεί, τα πνευμόνια μου έχουν γεμίσει με μυρωδιά από χώμα που τόσο λατρεύω. Δεν ανησυχώ και δε φοβάμαι για τίποτα. Ανοίγω την πόρτα, μυρίζει ξύλο που καίγεται στο τζάκι, η ατμόσφαιρα ζεστή και φιλική. Ένας χώρος γεμάτος χαμογελαστούς ανθρώπους που δε γνωρίζω, όμως δεν έχουν καμία έννοια παρά χαμογελαστά πρόσωπα, ευτυχισμένα και λαμπερά μάτια.
Και κάπως έτσι το παραμύθι μου τελειώνει γιατί το μικρό μου ζουζούνι με αναζητά μέσα στον ύπνο του..